αμεσεγγύητος

αμεσεγγύητος
-η, -ο
επίρρ. αυτός για τον οποίο δε δόθηκε μεσεγγύηση, δεν κατατέθηκε ενέχυρο σε τρίτο: Κοντά στ' άλλα ο πελάτης του ήταν και αμεσεγγύητος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμεσεγγύητος — η, ο [μεσεγγυώμαι] αυτός, για τον οποίο δεν δόθηκε μεσεγγύηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”